- κάρυο, εμετικό
- Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.). Περιέχει στρυχνίνη, αλκαλοειδή ουσία στην οποία οφείλονται οι φαρμακευτικές ιδιότητές του. Χρησιμοποιείται σε σκόνη και με τη μορφή υγρού εκχυλίσματος και βάμματος, ως πικρό χωνευτικό και ως τονωτικό των νεύρων.
To φυτό έχει κιτρινωπό φλοιό, ωοειδή ή οξύληκτα φύλλα κατ’ εναλλαγή, και λευκά ή κίτρινα άνθη με σωληνοειδή στεφάνη, σε κυματώδη ταξιανθία· οι καρποί είναι σφαιρικές, πορτοκαλόχρωμες ράγες, με 1-8 άοσμα γκριζοκάστανα και πολύ πικρά σπέρματα.
Το εμετικό κάρυο προέρχεται από τον στρύχνο τον εμετικό: 1) ανθισμένο κλαδί· 2) καρπός, που μοιάζει με πορτοκάλι· 3) εγκάρσια τομή καρπού· 4) σπέρματα, τα οποία περιέχουν στρυχνίνη.
Dictionary of Greek. 2013.